- οἰκτρῶς
- οἰκτρόςpitiableadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικτρώς — (Α οἰκτρῶς) επίρρ. βλ. οικτρός … Dictionary of Greek
οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ … Dictionary of Greek
METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς … Hofmann J. Lexicon universale
επιλήθω — ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM) αρχ. 1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ [ὕπνος] τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.) 2. λησμονώ («νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων… … Dictionary of Greek
θελεμός — ό (Α θελεμός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός θέληση, βούληση («θελεμός τ αφέντη στραβός ο τοίχος» η θέληση τού αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του 2. ήρεμος, ήσυχος.… … Dictionary of Greek